Τα πιο ευάλωτα αθηναϊκά νοικοκυριά καταγράφουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και πολύ χαμηλές τον χειμώνα, δείχνει έρευνα του Ελληνικού Ινστιτούτου Παθητικού Κτιρίου, επιβεβαιώνοντας έτσι τα στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, που λένε ότι 17,1% των νοικοκυριών δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα έξοδα θέρμανσης, αναφέρει η “Καθημερινή“.
“Οι μετρητές μας βρήκαν πολλά σπίτια τα οποία τον Ιούλιο είχαν μέση θερμοκρασία 30 βαθμούς Κελσίου μέσα στο σπίτι! Δηλαδή, το μεσημέρι θα ήταν πολύ υψηλότερη”, λέει στην “Κ” ο πρόεδρος του Ινστιτούτου. Οι ίδιες κατοικίες έχουν θερμοκρασίες 12-13 βαθμών Κελσίου τον χειμώνα.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, αλλά και μεσαίου, καθώς η Ελλάδα μαζί με τη Βουλγαρία, καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργειακής φτώχειας (30% του πληθυσμού) στην ΕΕ. Σε βόρεια και δυτική Ευρώπη είναι κάτω από 5%.
Σύμφωνα την ΕΛΣΤΑΤ, το 28,2% των ερωτηθέντων δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή λογαριασμών, ποσοστό που ανεβαίνει στο 50% στα φτωχά νοικοκυριά.
Σοβαρός παράγοντας που επιδεινώνει το πρόβλημα της ενεργειακής ευαλωτότητας στην Ελλάδα είναι η παλαιότητα των κτιρίων και η ανεπαρκής θερμομόνωσή τους. Το 62% των κατοικιών στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, περίπου 1 εκατομμύριο κατοικίες, έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980, χωρίς κατάλληλη θερμομόνωση.
Το 20,3% των φτωχών νοικοκυριών στην Ελλάδα μένει σε σπίτια με διαρροές, υγρασία και προβληματικά κουφώματα. Χαρακτηριστικό των αυξημένων τιμών ενέργειας είναι πως το 21% του φτωχού πληθυσμού θερμαίνεται με καυσόξυλα (10,3% του μη φτωχού πληθυσμού).
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 88% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε πως δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία του τα τελευταία πέντε χρόνια, όσον αφορά τη θερμομόνωση ή το σύστημα θέρμανσης. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 91,2% μεταξύ των πιο φτωχών στρωμάτων.