Μέχρι το απόγευμα, τα ράφια του σουπερμάρκετ των Καλαβρύτων είχαν αδειάσει από φτηνό κρασί, τσίπουρα και ούζα. Στην εικόνα αυτή, γεννιόταν ένα χαμόγελο χαράς και ικανοποίησης, μαζί με την εικόνα των μυστών να αλληλοβαπτίζονται. “Έτσι ακριβώς πρέπει να γίνει”, σκεφτόμουν, όσο η ενέργεια του κόσμου είχε καταλάβει όλη την περιοχή.
Ο Θανάσης βγήκε γύρω στις 00.30, μετά τον συγκλονιστικό Αλκίνοο Ιωαννίδη, που μας πλάκωσε στα χαστούκια ιστορίας πολέμων και πληγέντων, δολοφονιών, πατρίδων που δεν έγιναν πατρίδες και ξεριζωμών. Ήταν βέβαιο ότι δεν βρισκόμασταν εκεί μόνο για να γλεντήσουμε, αλλά και για να αφυπνιστούμε, να θυμηθούμε, να μάθουμε κάτι παραπάνω από αυτά τα στόματα που δεν ανεβαίνουν εκεί πάνω μόνο για να τραγουδούν.
Προσπέρασα τον απερίγραπτα πολύ κόσμο, ακολουθώντας τον μαγνήτη από τη σκηνή, για να βρεθώ όσο πιο κοντά του γίνεται. Από τα πρώτα του λόγια, δεν χωρούσε αμφιβολία ότι ο Θανάσης μας εκείνο το βράδυ είχε κέφια.