Σύμφωνα με στοιχεία από την νέα έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο “Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα”, που αναδημοσιεύει η “Καθημερινή” προβλέπεται άνοδος της θερμοκρασίας 1,2 έως 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα μέσα του αιώνα και κατά 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου μετά το 2060, σε σύγκριση με το 1971-2000, αύξηση των ημερών καύσωνα κατά 10 έως 15 μέρες έως το 2050 και κατά 30-50 μέρες έως το 2100, αν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης υπάρχει κίνδυνος ερημοποίησης περίπου του 40% της Ελλάδας ιδίως στα ανατολικά και νότια τμήματα.
Όσον αφορά την οικονομία, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες. Τα δάση που καίγονται, οι καλλιέργειες που καταστρέφονται, ο τουρισμός που θα μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία αντικατοπτρίζονται σε αυτό το κόστος.
Εκτός από την Βόρεια Ελλάδα, όλες οι υπόλοιπες περιοχές της χώρας θα επηρεαστούν ως ένα βαθμό, και κυρίως Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία.
Μεταξύ άλλων, η βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, θα αυξηθεί η συχνότητα των ακραία έντονων βροχοπτώσεων.
Επίσης, οι πυρκαγιές θα γίνουν συχνότερες: 10 έως 20 μέρες περισσότερες θα καίγονται τα δάση μας μέχρι τα μέσα του αιώνα και 15-50 μέρες έως τα τέλη του αιώνα. Την ίδια ώρα, θα ανεβαίνει και η στάθμη της θάλασσας: κατά 15-20 εκατοστά έως τα μέσα του αιώνα και κατά 20-80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του.